- ἐξηγήσεως
- ἐξηγήσεω̆ς , ἐξήγησιςstatementfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
Άτταλος — I Όνομα τριών βασιλιάδων της Περγάμου. 1. Ά. Α’ ο Σωτήρ (269 197 π.Χ.). Ο πρώτος βασιλιάς του ελληνιστικού αυτού κράτους (241 197). Η νίκη του εναντίον των Γαλατών υπήρξε η μεγάλη δόξα του. Χάρη στη διπλωματία και στις στρατηγικές του ικανότητες … Dictionary of Greek